πεντάτροπος

πεντάτροπος
-ον, Α
αυτός που έχει πέντε τρόπους ή αυτός που εμφανίζεται σε πέντε τρόπους («πεντάτροπος κίνησις τοῡ ἡλίου», Ψ. Διον.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα-* + τρόπος (πρβλ. τετρά-τροπος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πεντα- — και πεντ και πενθ , ΝΜΑ, πεντο , Ν, πεντε , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο αριθμητικό πέντε και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται πέντε φορές (πρβλ. πεντά γωνος, πεντα… …   Dictionary of Greek

  • ՀՆԳԱՅԵՂԵԱՆ — ( ) NBH 2 0107 Chronological Sequence: Unknown date, 8c, 13c ա. πεντάτροπος quinqueformis. Որ ունի զհինգ յեղմունս կամ զփոփոխմունս. հնգատեսակ. *Արեգակն ինքեան ընթացիւք զհնգայեղեանն իւր շարժութիւն տասամբք ժամուք հաւաքեալ. Դիոն. թղթ.: *Հնգայեղեան… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”